αγγλομαθής

αγγλομαθής
ης, ες владеющий английским языком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγγλομαθής" в других словарях:

  • αγγλομαθής — ές γνώστης τής αγγλικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + μαθής < μανθάνω] …   Dictionary of Greek

  • αγγλομαθής — ής, ές αυτός που ξέρει την αγγλική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • αγγλόγλωσσος — η, ο αυτός που γνωρίζει και μιλά την αγγλική γλώσσα, αγγλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + γλώσσα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»